Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Θέατρο Ποικιλιών



Απο τις σημειωσεις του Αντρέι.
Οι ηθοποιοι αφου τους εξηγηθει λεπτομερως η διαδικασια που θα ακολουθηθει πριν την παρασταση και κατα την διαρκεια της, ενημερωνονται και για τις πιθανες ανεπιθυμητες παρενεργειες ακομα και με τεκμηριωμενα παραδειγματα, φωτογραφιες παλαιων ηθοποιων πριν και μετα την παρασταση καθως και ιατρικες γνωματευσεις.
Ολα αυτα επισυναπτονται στην σελιδα αναληψης ευθυνης που υπογραφει ο καθε ηθοποιος αναλαμβανοντας πληρως την ευθυνη για την συμμετοχη του.
Ακολουθει παραμονη τους σε ανοιχτο χωρο ιδιαιτερου φυσικου καλλους π.χ. σπιτι σε βουνο.
Η περιοδος αυτη ειναι δυο εβδομαδες.
Αμεσως μετα κλεινονται σε σκοτεινο θαλαμο για μια εβδομαδα.
Παραλαμβανουν ελαχιστη, στοιχειωδη τροφη και νερο με μηχανικα μεσα. Καμια επαφη με αλλο προσωπα αυτο το διαστημα. Το τι αλλο εκτυλισσεται εκει μας ειναι -προς στιγμην- αγνωστο.
Ακολουθει ανανηψη και επαναφορα σε ιατρικο θαλαμο.
Πιθανη η ληψη ορών για επαναφορα σωματικων παραμετρων σε κανονικα επιπεδα.
Την τεταρτη μερα τους δινεται ο ρολος που δεν υπερβαινει την μια σελιδα.
Εκει μεσα αναγραφεται το ονομα τους στο εργο, το παρελθον τους/επαγγελμα, ποιους θα συναντησουν κατα την εξελιξη του εργου και ποια ειναι γενικα η αποστολη τους.
Το τελος του εργου δεν προδιαγραφεται οπως επισης και η χρονικη του διαρκεια.
Φημες οτι αλλοι ηθοποιοι αφεθηκαν να παιζουν μεταξυ τους εφ όρου ζωης την υποθεση του εργου κρινονται ως ανυποστατες και μονο σαν φαρσα μεταξυ των εκαστοτε ηθοποιων πρεπει να εκληφθει.

Ο Φοίνικας του Βαλερύ


Ο Βαλερύ μπορεί να διάλεξε να φέρει ως τίτλο την βαρύγδουπη ονομασία του εργολάβου και προέδρου του Κέντρου Μοριακής Ανασύνθεσης και Ραδιοφώνου αλλά παρότι είχε εμπνευστεί από τα βιβλία βιολογίας και φυσικοχημείας που είχε μελετήσει καμία σχέση δεν είχε με την επιστημονική μεριά του θέματος.

Η αλήθεια είναι ότι ο Βαλερύ γοητεύτηκε από τον τίτλο σκεπτόμενος την πορεία της ζωής του μέχρι να καταλήξει στον Καταυλισμό. "Μπορείς να είσαι όποιος πιστεύεις ότι είσαι στη ζωή", σκεφτόταν. Και πράγματι, αυτός ήταν ο Ιβάν Πετρόφ, ο Κύριος Σμιθ, ο Βαλερύ. Και κάθε φορά πίστευε και έμπαινε στο πετσί της προσωπικότητας που υποδυόταν, ήταν άλλος. Ο πυρήνας του παρέμενε φιλομαθής και ευαίσθητος αλλά το περίβλημα άλλαζε, μεταλλασσόταν, ανασυνθετόταν! Ο Ιβάν Πετρόφ ήταν χαμογελαστός και δραστήριος. Ο Κύριος Σμιθ ήταν σοβαρός και μετρημένος. Ο Βαλερύ φλέρταρε συνεχώς με τα όρια της τρέλας όπως την αντιλαμβάνεται ο κοινός νους. Ο ίδιος πίστευε ότι ήταν η πιο αληθινή του προσωπικότητα μέχρι τότε.

Η μοριακή ανασύνθεση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την αναγέννηση ενός ανθρώπου σε μια καινούρια ζωή...μέχρι την επόμενη. "Ζούμε μια φορά αλλά ζούμε πολλές ζωές", έλεγε στους άλλους όταν το πιοτό μιλούσε γύρω από τη φωτιά και συμπλήρωνε: "Κι όλα αυτά χωρίς να χρειαστεί να πεθάνεις πρώτα - αν δεν καταργείς έτσι το θάνατο, τότε πως αλλιώς;"

Η έννοια του ραδιοφώνου είχε μπει συμπληρωματικά. Ο Βαλερύ οραματιζόταν ότι κάποτε οι άνθρωποι που βασανίζονται καθημερινά θα άκουγαν τα κηρύγματά του μέσα από ραδιοκύματα παγκόσμιας εμβέλειας ώστε να μπορούν κι εκείνοι να αναδομήσουν το Είναι τους και να γίνουν ό,τι ονειρεύονταν. "Αρκεί να το πιστέψεις", αυτό θα ήταν το σλόγκαν του!

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Ο Ιβάν, ο Κύριος Σμιθ, ο Βαλερύ


Κανονικός. Αυτή η λέξη ίσως περιγραφεί ιδανικά τον μικρό Ιβάν Πετρόφ. Ο μικρότερος από τα τρία παιδιά μιας μέσης οικογένειας. Μεγάλωσε στη Φιλλιπούπολη της Βουλγαρίας όπου και σπούδασε στο τοπικό πανεπιστήμιο. Εκεί άρχισε να πρωτοεμφανίζεται η τρέλα του. Περνούσε ατελείωτες ώρες στις βιβλιοθήκες. Μελετούσε οικονομικά, λογοτεχνία και ποίηση, ιστορία, φυσική, μαθηματικά, τα πάντα. Αποφοίτησε από το τμήμα Αρχιτεκτονικής με μέτριο βαθμό. Ξεκίνησε να στήνει μια μικρή εταιρία που επένδυε σε ακίνητα. Πραγματικά έξυπνος και καπάτσος έβλεπε την εταιρία να μεγαλώνει και να βγάζει κέρδη. Όπως όμως συμβαίνει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, το γρήγορο κέρδος έφερε και τη λάθος κίνηση, το απότομο άνοιγμα, την οικονομική καταστροφή. Έφυγε από τη Βουλγαρία στα 29 του αφήνοντας πίσω χρέη και πιστωτές που τον αναζητούσαν.

Δεύτερη ευκαιρία στην Αμερική. Ξεκίνησε να δουλεύει σε μια εταιρία μεταφορών γράφοντας πολλά χιλιόμετρα στους δρόμους των αχανών αμερικάνικων εκτάσεων. Εκμεταλλεύτηκε γρήγορα τις γνωριμίες του και έστησε μια δική του φίρμα μεταφορών. Η δουλειά δεν πήγε καλά και ο Ιβάν έχασε όλα του τα υπάρχοντα. Έφυγε από την Αμερική αφήνοντας πίσω του χρέη και πιστωτές που τον αναζητούσαν.

Τρίτη ευκαιρία, Αμαζόνιος. Βρήκε μία ομάδα επενδυτών που αξιοποιούσαν την ξυλεία που έβρισκαν στα αιωνόβια δάση. Πανύψηλα δέντρα έπεφταν από τα αλυσοπρίονα. Εκεί συστήθηκε σαν Κύριος Σμιθ. Μαζί του είχε όσα δολάρια είχε καταφέρει να περισώσει. Με έξυπνους χειρισμούς και πολύ υφάκι κατάφερε να πείσει τους Μεξικανούς επενδυτές ότι μπορούσαν να συνεταιρισθούν. Η παράνομη υλοτομία απέδιδε καρπούς. Ο Κύριος Σμιθ άρχισε να επενδύει και στη σόγια. Η τρίτη ευκαιρία του αποδείχτηκε και η πιο προσοδοφόρα. Μέχρι που κυνηγήθηκε από τις τοπικές αρχές. Στην αρχή μπορούσε να λαδώνει την αστυνομία και τα δασαρχεία και όλα λύνονταν. Σταδιακά, και κάτω από την πίεση λόγω της προβολής της οικολογικής καταστροφής από διάφορες οργανώσεις, ο Κύριος Σμιθ άρχισε να έχει πρόβλημα με τις αρχές. Όταν άρχισε έρευνα για το ποιόν του αποφάσισε να φύγει έχοντας πια ελάχιστα χρήματα αφού η περιουσία του κατασχέθηκε.

Κατέληξε στον Καταυλισμό. Την πρώτη μέρα εμφανίστηκε στα υπόλοιπα μέλη φορώντας ένα ακριβό κοστούμι και γυαλιστερά παπούτσια. Οι υπόλοιποι νόμιζαν ότι ήταν κάποιος εκπρόσωπος της εκκλησίας μέχρι που γνωρίστηκαν και ο Κύριος Σμιθ αφομοιώθηκε στον πληθυσμό σαν Βαλερύ. Σταμάτησε να κυνηγά τον υλικό πλούτο και επέστρεψε στην αναζήτηση του πνευματικού πλούτου όπως όταν ήταν φοιτητής. Ο καιρός περνούσε και όσο ο Βαλερύ βυθιζόταν στα βιβλία του τόσο η τρέλα του μεγάλωνε. Μια μέρα τους ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να ξέρουν ότι η ιδιότητά του στο εξής θα ήταν εκείνη του προέδρου της Μοριακής Ανασύνθεσης. Κανείς δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία – είχαν πια συνηθίσει τις εκλάμψεις της τρέλας του.

Όταν ένας ταλαιπωρημένος σκύλος κατέφτασε ένα πρωί στον Καταυλισμό, ο Βαλερύ τον περιμάζεψε, τον τάισε και τον βάφτισε:

-Εσύ θα είσαι ο Κύριοςσμιθ!

Αργότερα τον παρουσίασε και στους υπόλοιπους και έκανε τις απαραίτητες συστάσεις. Για την περίσταση είχε ξαναφορέσει το ακριβό του κοστούμι (που πια ήταν πολυκαιρισμένο) και τα γυαλιστερά του παπούτσια (που πια δύσκολα διέκρινες το δέρμα από τις λάσπες).

-Σας παρουσιάζω τον Κύριοσμιθ, να τον αγαπάτε και να τον φροντίζετε όπως εγώ. Είναι καταπληκτικό ζωντανό και αξίζει κάθε τρυφερότητας, είχε πει καθώς κάθονταν όλοι μαζί γύρω από τη φωτιά.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Καταυλισμός, 5. Το δώρο του Μακένζι


Οσοι ελεγαν πως ο Μακένζι ηταν ανηθικος δεν ηξεραν οτι αυτος εδινε τις πιο μεγαλες μαχες απ' ολους.
Οι αλλοι ειχανε τους κανονες τους και βαδιζαν.
Τα θελω τους, αυτους και αυτα που ελεγαν οτι νοιαζονταν.
Αυτος τι ειχε;
Το ζαρι στο μυαλο του ειχε μονο.
Ε Μακενζι, θα μεινεις με την Σοφί; 1977 Αθηνα.
Το ζαρι στο μυαλο του εβαλε μονα-ζυγα και γυρισε και κοιταξε στο δρομο.
Ενα μπλε Μιραφιορι, αριθμος ΕΒ-1326. Δε μενω.
Κι αν τον ρωταγαν δεν θ'απαντουσε αλλα αν διαβαζαν τη σκεψη του θα εβλεπαν "το τι κακο θα φερει αυτη ή αλλη αποφαση κανεις δεν το ξερει. Οπως και τις συνεπειες που θα λειανθουν απ' το χρονο, οτι κι αν κανω τωρα".
Δευτερη ευκαιρια ποτε δεν εδινε στο ζαρι του. Εφυγε.

Σουρουπωνε εξω, θα πηγαινε για τη φωτια, ισως αν η Μαρθα ερχοταν σημερα να της εξηγουσε, αν μπορουσε να την πεισει οτι ηταν κατι παραπανω απο το αλκοολ που τους επαιρνε τα μυαλα κατι βραδυα.
Ανοιξε την πορτα, το παπουτσι του κλωτσησε κατι. Βιβλιο. Εσκυψε και το μαζεψε.
Διαβασε το παλιοκαιρισμενο εξωφυλλο.
Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ, Ο Μαίτρ και η Μαργαρίτα.
Κοιταξε γυρω. Κανεις. Κατι φωνες ακουγονταν μονο απο το μερος που ηταν η φωτια. Ειχαν αρχισει και μαζευονταν.
Γυρισε παλι μεσα στη παραγκα.
Ας περιμενε η Μαρθα τις εξηγησεις της.
Ας περιμεναν ολοι.

Καταυλισμός (μέρος 4ο) - Αναρρωτήριο


-Για να καταλάβω, γιατί θα έπρεπε να μου κάνει εντύπωση; Ασφαλώς και ό, τι συνέβη αποτελούσε μια πιθανότητα. Δεν καταλαβαίνω γιατί έχετε σοκαριστεί έτσι.

Ο Μακένζι, με το γνωστό απαθές ύφος του σχολίαζε το συμβάν που τάραξε το πρωινό στον Καταυλισμό. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά. Ο ήλιος μαλάκωνε το κρύο της νύχτας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως μάλλον η θερμοκρασία ήταν ασυνήθιστα υψηλή για αρχές του χειμωνιάτικου κύκλου. Ο Βαλερύ είχε συνέλθει πλήρως. Με σφιγμένα τα χείλη και ερευνητικό βλέμμα προσπαθούσε να "κόψει" αντιδράσεις. Όλοι όσοι έμεναν στον Καταυλισμό είχαν περάσει πια από την παράγκα του Σιντ γεμάτοι απορία να δουν τι συνέβη στον Βαλερύ. Ο Σιντ εξήγησε το περιστατικό και πώς ο Βαλερύ έπεσε αναίσθητος μπροστά του χωρίς να καταλάβει ποιος ευθυνόταν για την πληγή στο χέρι του φίλου του. Τώρα, βέβαια, όλοι ήξεραν πως είχαν τα πράγματα. Η εμφάνιση του Σορίν με τον Κύριοσμιθ αρκούσε για να βγουν άμεσα συμπεράσματα. Όλοι κατάλαβαν ότι άνθρωπος και ζώο είχαν παλέψει μεταξύ τους. Ο Βαλερύ είδε το χέρι του να σκίζεται από τα δόντια του Κυρίουσμιθ και ο Κύριοςσμιθ είχε νιώσει τον πόνο από τις μπότες που του συνέθλιβαν τα πίσω πόδια και τις νυχιές που τον γέμιζαν πληγές εδώ κι εκεί.

Η Μάρθα περιποιήθηκε το τραύμα του Βαλερύ, σταμάτησε την αιμορραγία και του περίδεσε το χέρι με κάτι κιτρινισμένες γάζες που βρήκε σε ένα παλιό μπαούλο. Αργότερα, όπως είχε υποσχεθεί, πήγε στην παράγκα του Σορίν να δει τι θα μπορούσε να κάνει και με το σκυλί. Εκεί βρήκε το Σορίν να έχει ακουμπήσει την πλάτη στο πλάι της παράγκας. Είχε τα μάτια του κλειστά ενώ το χέρι του μηχανικά χάιδευε το σκυλί στο λαιμό. Δίπλα του παρατημένο και άδειο ήταν το μπουκάλι του.

-Ε, Σορίν, τι κάνεις;
-Κοίτα τι έκανε ο τρελός στον Κύριοσμιθ, μουρμούρησε εκείνος.

Χωρίς να πουν άλλη κουβέντα, η Μάρθα έσκυψε προς τον σκύλο. Ο Κύριοςσμιθ κλαψούριζε ακόμα – η αλήθεια είναι πολύ πιο σιγά πια. Το τρίχωμα του μύριζε αλκοόλ. Ασφαλώς γνώριμη μυρωδιά για τη Μάρθα - της θύμιζε την μπουκάλα που έβρισκε κάθε πρωί στην πόρτα της αλλά και πλήθος από αντρικές ανάσες που λαχάνιαζαν πάνω της στο παρελθόν. Είδε ότι δεν είχε καμία σοβαρή ανοιχτή πληγή. Ύστερα όμως πρόσεξε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τα πίσω πόδια του σκυλιού· ειδικά με το αριστερό του. Ψηλάφισε πρώτα το δεξί. Ο Κύριοςσμιθ δεν αντέδρασε ιδιαίτερα. Την ώρα όμως που πίεσε ελαφρά την κλείδωση του αριστερού ποδιού ο σκύλος πετάχτηκε και έσκουξε σαν μωρό - όπως ο μικρός Τζόσουα έκλαιγε κάθε φορά που ήθελε να δηλώσει με τον πιο σπαρακτικό τρόπο ότι πεινούσε. Και πάλι η Μάρθα απόδιωξε τις θλιβερές εικόνες του παρελθόντος της. Συνειδητοποίησε όμως πως τίποτα δεν μπορούσε να κάνει παραπάνω για τον Κύριοσμιθ. Ο χρόνος – αυτός ο γιατρός που δεν έχει ορκιστεί σε κανέναν Ιπποκράτη - θα έφτιαχνε τα χτυπήματα και θα επέτρεπε να ξαναδέσουν τα οστά και οι αρθρώσεις. Ψέλλισε:

-Δυστυχώς, Κύριεσμιθ, θα κουτσαίνεις στο εξής καλέ μου. Θα πονάς κάθε τόσο και θα κουράζεσαι αλλά είναι κι αυτός ένας τρόπος να θυμάσαι τα άσχημα. Κι αυτές οι πληγές της μνήμης είναι ακόμα χειρότερες από τις σωματικές, αγιάτρευτες.

Στη συνέχεια γύρισε προς τον Σορίν. Εκείνος είχε ακόμα κλειστά τα μάτια του αλλά δάκρυα είχαν κυλήσει στα μάγουλά του. Ποιος ξέρει; Ίσως οι μνήμες από το Τσίρκο, ίσως η τρυφερότητα που ένιωσε μετά από καιρό για τον Κύριοσμιθ, ίσως η παρηγορητική Μάρθα, ίσως κάτι απ' όλα. Η Μάρθα σκούπισε τα μάγουλα του και μετά από καιρό πήρε ξανά στην αγκαλιά της ένα αρσενικό. Μύρισε πάλι αλκοόλ στην ανάσα του αλλά δεν ήταν λαχανιασμένος. Του έδωσε ένα στοργικό φιλί στο μέτωπο και έφυγε. Αναρωτιόταν μήπως το είχε παρακάνει με τις τρυφερότητες. Αυτό το φέρσιμο της είχε φανεί πρέπον για τη στιγμή εκείνη.

Ο Σιντ έβαζε τα πράγματα σε μια σειρά καθώς συζητούσε με τον Φωκά, τον Αντρέι, τον Μακένζι. Ο Εσθέρο δεν συμμετείχε στις κουβέντες. Και παρά το γεγονός ότι ο Σιντ, από ευγένεια θες, προσπαθούσε να προσφέρει στις αναλύσεις που έκαναν οι υπόλοιποι για τα αίτια του συμβάντος, είχε το μυαλό περισσότερο στον Εσθέρο. Του φαινόταν ότι όποτε ήταν νηφάλιος γινόταν όλο και πιο απόμακρος και κλειστός τον τελευταίο καιρό.

-Ίσως να έχω άδικο, σκεφτόταν. Ίσως ο Εσθέρο να είναι ο ίδιος αλλά εγώ να επιζητώ τη συντροφιά του περισσότερο και γι' αυτό να ενοχλούμαι τόσο.

Άφησε την υπόλοιπη παρέα και προσπάθησε να προσεγγίσει τον αμίλητο και ανέκφραστο Εσθέρο.

-Θα σου έδινα την πιο φανταστική κιθάρα αν υπήρχε ένας τρόπος να μπω στο μυαλό σου και να καταλάβω τι σκέφτεσαι. Αλήθεια, θα έβρισκα ένα τρόπο να τη βρω και να σου τη δώσω αρκεί να ένιωθα πως σε καταλαβαίνω λίγο περισσότερο. Μιλάς με ιστορίες και μουσική αλλά ποτέ δε μιλάς για αυτά που αισθάνεσαι.

Μια λάμψη φώτισε φευγαλέα το βλέμμα του Εσθέρο, ακούμπησε τον ώμο του Σιντ, χαμογέλασε ελαφριά και σηκώθηκε.

-Πάντα έτσι ήμουν Σιντ. Αν δεν έχεις μάθει να εμπιστεύεσαι και να ανοίγεσαι πολύ δύσκολα το κάνεις όσο μεγαλώνεις. Και οι ιστορίες που λέω κι οι νότες που παίζω είναι ο τρόπος μου να ξεχνάω την ανάγκη μου για πραγματική συντροφιά. Άλλωστε δε θέλω άλλη κιθάρα κι ας είναι η ακριβότερη του κόσμου. Αυτή που έχω, η παλιά και κουρασμένη, αυτή μου ταιριάζει.

Πυροτεχνήματα για τον Μακένζι


Αν ο Μακένζι ήταν σύγχρονός μας, αν δηλαδή ζούσε ανάμεσά μας και ήταν υπαρκτό πρόσωπο, τότε σήμερα θα έπρεπε να του ευχηθούμε "Χρόνια Πολλά". 8 Οκτώβρη – τα γενέθλια του Μακένζι! Θα έκλεινε τα 57 του. Μιλάω υποθετικά. Δεν ξέρω αν υπάρχει Μακένζι και ούτε αν κάποιος από όλους αυτούς τους Μακένζι που ζουν στις μέρες μας κλείνει σήμερα τα 57 και ούτε αν κάποιος από τους Μακένζι που ζουν και έχουν γενέθλια έχει γεννηθεί στην Μομπάσα και κατέληξε στον Καταυλισμό. Θα μπορούσε όμως, έτσι δεν είναι; Αποτελεί κι αυτό μια πιθανότητα.

Οι πιθανότητες: Αυτές που τόσο γοήτευσαν τον Μακένζι. Αυτές που πάνω τους στήριξε όλη τη θεωρία του περί Fuzzy Ethics και τελικά έγιναν τρόπος ζωής του. Πως όμως του ήρθε αυτή η ιδέα; Λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι ευθύνονται εκείνες οι χειρόγραφες σημειώσεις που έπεσαν στα χέρια του. Άνηκαν σε ένα στατιστικό. Από εκείνες ο Μακένζι κράτησε τα εξής, πάνω στα οποία δούλεψε και θεμελίωσε το αξίωμα ότι οι ηθικές επιλογές μας είναι τυχαίες:

1) Κάθε ενδεχόμενο παίρνει τιμή από 0 έως 1. Στο 0 αντιστοιχεί το αδύνατο και στο 1 το βέβαιο ενδεχόμενο. Τα ενδεχόμενα μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε τιμή μέσα σε αυτό το διάστημα. Αν μάλιστα η τιμή που θα πάρει η πιθανότητα του ενδεχομένου είναι τελείως τυχαία και δεν μπορεί να προβλεφθεί θεωρώντας ότι κάθε τιμή στο διάστημα είναι ισοπίθανη τότε το δείγμα ακολουθεί ομοιόμορφη κατανομή – κάτι που φυσικά συμβαίνει σπάνια. Αν όμως μια ηθική απόφαση δεν επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες ή κοινωνικές συμβάσεις, πρότυπα συμπεριφοράς, θρησκευτικές επιταγές τείνει να τυχαιοποιηθεί και κατά τον Μακένζι προσεγγίζει την ομοιόμορφη κατανομή.

2) Σε μία διαδικασία λήψης απόφασης όπου εισάγεται η έννοια του κέρδους ο δράστης αποφασίζει με γνώμονα την μεγιστοποίηση του κέρδους σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες. Σε τέτοια προβλήματα ως αντίπαλο δέος προβάλει η Φύση ως άλλος ένας δράστης που περικλείει όλες τις συνθήκες ενός δυναμικού περιβάλλοντος ακόμα και άλλα δρώντα όντα. Και αυτή προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το κέρδος της. Έχουμε έτσι μια διαρκή πάλη συμφερόντων ανάμεσα στις δύο μεριές. Ο Μακένζι θεώρησε ότι αν ο δράστης μιας ηθικής απόφασης διαγράψει την έννοια του συμφέροντος ή του κέρδους τότε καταργεί τη φύση αφού δεν την αντιμετωπίζει και οι αποφάσεις του είναι αποκλειστικά δικό του θέμα αδιαφορώντας για το συμφέρον και τις συνέπειες.

3) Κάθε απόφαση ακολουθεί μια συγκεκριμένη κατανόμη άλλοτε γνωστή και άλλοτε άγνωστη. Μια πλήρως τυχαιοποιημένη απόφαση ακολουθεί ομοιόμορφη κατανομή κατά τον Μακένζι. Άλλες μπορούν να περιγραφούν μέσω κανονικής κατανομής αφού οι τιμές τείνουν να συγκεντρώνονται γύρω από το 0.5 και να απλώνονται προς τα άκρα του διαστήματος (0,1). Ο Μακένζι αναγνωρίζει ότι στον πραγματικό κόσμο η ταυτοποίηση ενός συνόλου ενδεχομένων συχνά δε φαίνεται να ακολουθεί κάποιο πρότυπο. Σε τέτοιες περιπτώσεις θεωρεί ότι τα ενδεχόμενα είναι ελεύθερα κατανομής.

Βασιζόμενος σε αυτές τις αρχές θεμελίωσε τα Fuzzy Ethics. Σκοπός του δεν ήταν τόσο να σπάσει τα πρότυπα όσο να απελευθερώσει τον άνθρωπο από το ηθικό βάρος. Ήξερε ότι κάποιες φορές θα γινόταν δυσάρεστος ή επιθετικός λόγω αυτής της στάσης ή ότι κάποιος που δρα παρομοίως θα μπορούσε να του γίνει δυσάρεστος ή να του επιτεθεί. Θεωρεί όμως πως από τη στιγμή που αυτό γίνεται ως κομμάτι της απελευθέρωσης και όχι ως δόλιο συμφέρον είναι πολύ πιο έντιμο από την ηθική απάτη ενός συστήματος αξιών όπως ακολουθείται παγκοσμίως. Για παράδειγμα, όταν χτύπησε τη Μάρθα δεν προσπάθησε να την εκμεταλλευτεί ούτε τη μίσησε. Για αυτόν η σχέση τους δε θα έπρεπε να διαταραχθεί από ένα μεμονωμένο γεγονός καθώς δεν είχε σκοπό να συστηματοποιήσει την βίαιη συμπεριφορά απέναντί της ούτε να αποκομίσει άλλα οφέλη μέσω τρομοκρατίας!

Παράξενος άνθρωπος που παράξενα σκέφτεται όμως ακόμα κι αυτός, ο φαινομενικά ψυχρός και απόμακρος τύπος που προσπαθεί να ζει μέσω ενός κώδικα αξιών αμφίβολης ποιότητας, αξίζει να ακούσει ευχές για τα γενέθλιά του!

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Ο Καταυλισμός, 3. Σορίν, μη κοιτάς πίσω


Ο Σοριν μπηκε στη παραγκα του με το σκυλο αγκαλια. Τον ακουμπησε σε μια γωνια πανω σε κατι παλιες εφημεριδες. Μουρμουριζοντας κατι παλιες ινδιανικες καταρες για το Βαλερυ πηρε το μπουκαλι με το αλκοολ που τους εσωζε τις νυχτες απο το πανικο. Ηπιε δυο γερες γουλιες και πηγαινοντας πανω απο το σκυλο του αδειασε το μισο μπουκαλι πανω στις πληγες του. Ο σκυλος τιναχτηκε απο το εντονο τσουξιμο, εβγαλε ενα ουρλιαχτο που κρατησε λιγο, εκλεισε τα ματια αποκαμωμενος και συνεχισε το κλαψουρισμα.
Κατι σφιχτηκε μεσα στο Σοριν, ο πονος του ζωου τον αγγιξε βαθεια. Ετσι ηταν ομως αυτος. Ο πονος των αλλων τον μαγνητιζε. Ειτε σωματικος ειτε ψυχικος του ξυπνουσε μια εντονη συμπονοια.
Ολοι εχουμε τα ελαττωματα μας, μονολογουσε πικρα οταν σκεφτοταν οτι ηταν αυτη η περιεργη αγαπη του προς το πονο που ειχε σημαδεψει τη ζωη του. Καθισε διπλα στο σκυλο, αρχισε να πινει χαιδευοντας του ησυχα το κεφαλι. Ο ηλιος ανεβαινε ψηλα και οι τοιχοι της παραγκας ειχαν αρχισει να πυρωνουν, το μυαλο του ομως ταξιδευε σε μερη παγωμενα, σε μερη που ο αερας σηκωνε τις τεντες του τσιρκου και περναγε μεσα στα καταλυματα.
Εκει που οι ανθρωποι του, οι παραμορφωμενοι, οι μεταλλαγμενοι, τα αγαπημενα του φρικια, παλευαν εκτος απο το κρυο και με την αποστροφη του κοσμου προσπαθωντας να τη μετατρεψουν σε μια ανιερη διασκεδαση και κερδιζοντας τη ζωη τους να βυθιστουν ακομα περισσοτερο στη δικια τους αυτολυπηση.
Εκεινο το βραδυ η Λιζα και η Αλλη, σιαμαιες κατα μηκος της πλατης, η μια μαυρα ματια και η αλλη πρασινα, ειχαν μαζεψει καμια δεκαρια θεατες κι επαιζαν το νουμερο που θα τους εφερνε στα προθυρα της λιποθυμιας. Μεσα απο ενα πολυ σωστα υπολογισμενα σκοταδι οπου μονο το προσωπο της φαινοταν, ρωτουσε η Λιζα με τα πελωρια μαυρα ματια της καποιον και μετα επερνε μια γρηγορη στροφη, πανω σ'ενα αριστοτεχνικα κρυμμενο σκαμπω. Μεσολαβουσε μια σκοτεινη στιγμη και ξαφνικα εμφανιζονταν τα πρασινα ματια της αλλης να κοιτουν απο ενα ολόιδιο προσωπο το σαστισμενο θεατη. Αυτη η αλλαγη δεν γινοταν αμεσως αντιληπτη αλλα προκαλουσε μια κατασταση ελαφρης ανισορροπιας μεσα στο -ας το πουμε- θυμα, που επιτεινοταν καθως οι στροφες των ενωμενων αδελφων συνεχιζονταν. Πολλες φορες το τελος αυτου του νουμερου ερχοταν μαζι με την καταρευση του θεατη, ειτε σε δακρυα, ειτε σ'ενα παραλογο τρομο.
Οι παλιοι του τσιρκου λεγανε οτι λογω των αδερφων ο Φεντερικο Μπουενδία ειχε δωρισει το τσιφλικι του στην εκκλησια, ο Σοριν ειχε ζητησει μαλιστα τοτε μια μικρη βοηθεια απο τον Επισκοπο σαν ανταλλαγμα αλλα πηρε την απαντηση να μαζεψει τα φρικια του και να φυγει μη τρελλανει και καναν αλλο ανυποψιαστο.
Το νουμερο των αδελφων ηταν σε εξελιξη οταν μπηκε μεσα στη σκηνη τρεκλιζοντας και πυροβολωντας στον αερα ενας μιγας. "Οκτάβια, Οκταβια ...." φωναζε "θα ερθεις μαζι μου ή θα πεθανουν ολοι εδω μεσα".
Η δεκαπενταχρονη Οκταβια, με την αμφιβολη χαρα να εχει το προσον να ζει παντα πεντε λεπτα μπροστα απ' τους αλλους, τον ειχε ηδη φανταστει να ερχεται τον τρελλαμενο απο ανιατο ερωτα Αουγκουστο, που δεν ηταν κακος, το αντιθετο μαλιστα, απλα δεν ηταν ευκολο οχι με αυτον αλλα με κανενα να ζησει μια φυσιολογικη μεσα σ' αυτη τη χρονικη διαφορα.
Ετσι ειχε φροντισει να κρυφτει πισω απο κατι αχυρομπαλες στη διπλανη σκηνη ζωντας μεσα στο μυαλο της ηδη το μαρτυριο που μολις ξεκινουσε.
Κουλουριασμενη, ετρεμε απο το φοβο της περιμενοντας το παρον του μυαλου της να γινει και παρον του κοσμου. Ξαφνικα πεταχτηκε κι ετρεξε στο Σοριν φωναζοντας του "σκοτωσε τον, τωρα, τωρα, σκοτωσε τον" Ο Σοριν ενιωσε απο τον τρομο της τη συμφορα που θα ερχοταν και περασε καποιες μαρτυρικες στιγμες να σκεφτεται αν επρεπε να γινει δολοφονος για λογους που ακομα δεν ηξερε. Εβγαλε το ινδιανικο στιλετο απο τη θηκη δεξια και το τιναξε προς τον Αουγκουστο. Τον βρηκε διπλα στη καρδια, η κινηση του πυροβολισμου του ηταν μαλλον αντανακλαστικη, η σφαιρα βρηκε τη Λιζα αναμεσα στα πελωρια μαυρα ματια, η Αλλη εμεινε για λιγη ωρα να ζει εναν απιστευτο πονο που ηταν δικος της χωρις να ειναι, ο θεατης-θυμα τρελλαθηκε ακαριαια γιατι εκει που εβλεπε δυο πρασινα ματια ξαφνικα ειδε ενα προσωπο ιδιο με δυο μαυρα να τον κοιτανε αδεια και απορημενα - οσο μπορουν αυτα τα δυο επιθετα να συνδυαστουν στην περιπτωση μας.
Η Οκταβια επεσε στο χωμα να θρηνει, γι αλλη μια φορα δεν της ειχε βγει σε καλο οτι ηταν μπροστα απο τους αλλους. Δεν ειχε νοημα, το ηξερε, κανενα νοημα.
Η φοβερη σκηνη που ολα αυτα τα χρονια παιζοταν και ξαναπαιζοταν στα ματια του Σοριν
ξαναεζησε με μια ενταση τονισμενη απο το μαρτυριο του Κυριουσμιθ.
Εφερε το μπουκαλι στα χειλη του και ηπιε και ηπιε προσπαθωντας να ριξει ενα μαυρο πανι της πανω της, εστω μονο για σημερα.





Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Τύχη, η ανίκανη Θεά


Ο Μακενζι εβλεπε παντου τη τυχη σαν τον απολυτο κυριο.
Πιστευε οτι μπορει να φτιαχτει ο πιο απιθανος συνδυασμος αλλα και ο πιο αναμενομενος και αυτο με ...τυχαια σειρα.
Ετσι ομως μπορεσε κι εφτασε στο δικο του προσωπικο σατόρι, που ηταν: η τυχη αναιρει τον εαυτο της. Θεωρωντας οτι καθετι ειναι τυχαιο αφαιρεις και την δυναμικη του. Εφοσον ολα ειναι τυχαια το αν αυτο εχει συγκεκριμενη αξια ειναι κι αυτο τυχαιο. Η τυχη δηλαδη δεν υπαρχει επειδη υπαρχει *

Παραδειγμα: αδυνατω να βρω καποια λογικη στη τυχαιοτητα που κυριεψε τη ζωη του απο το πρωτο δευτερολεπτο και το τι μπορει να κρυβει, οπως και ειλικρινα ομολογω οτι δεν ξερω τι μπορει να σημαινουν ( ο ιδιος θα ελεγε: τιποτα) τα τοσα Μ που μαζευτηκαν μεσα στην ιστορια του.
Μομπάσα, γενεθλια πολη - Μπαρογκο, η μητερα - Μουκάμι, το ονομα που του εδωσαν που θα πει milk maid- Μακενζι, ο ιεραποστολος - Μαρθα, η γυναικα που επαιξε ενα ρολο που ακομα δεν ξερουμε και η ... απολυτη αποδειξη οτι η τυχη οτι θελει κανει ειναι το ζωδιο του που βρισκεται αναμεσα Παρθενου και Σκορπιου με τα εξης συμβολα


Παρθένος



Ζυγός





Σκορπιός



(φυσικα και δεν πιστευε στα ζωδια, θα ηταν σα να πιστευε οτι κατι μεσα στη τυχαιοτητα εβαζε νομους, πως ειναι δυνατον;)

* Με τετοιες σκεψεις δεν ειναι ν'απορει κανεις πως και η τελικη του καταληξη ηταν ο ....Καταυλισμος

Sorin, αλκοόλ και θεάματα


Ξεκάθαρα ο Σορίν είναι λατίνος. Αρκεί μια ματιά στα χαρακτηριστικά του για να πειστεί ο καθένας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στις κορδιλιέρες των Άνδεων. Και όπως οι κορδιλιέρες ελίσσονται σαν ένα σκοινί φτιάχνοντας το ανάγλυφο της οροσειράς των Άνδεων έτσι και ο Σορίν ελίχθηκε ανάμεσα σε πολιτισμούς και κουλτούρες φτάνοντας μέχρι τον Καταυλισμό. Σε ηλικία 12 χρονών δοκίμασε για πρώτη φόρα να μασουλήσει φύλλα κόκας όπως είχε δει πολλούς να κάνουν στα οροπέδια που ανατράφηκε. Άρχισε να πειραματίζεται κρυφά, να βράζει τα φύλλα, να φτιάχνει μυστηριώδη εκχυλίσματα. Τον συνέπαιρνε η ζάλη που αισθανόταν μετά. Βυθιζόταν και οι ιστορίες που άκουγε από τους παλαιότερους έπαιρναν μορφή στο μυαλό του - κονκισταδόρες, Κούσκο, Τιτικάκα, Αταχουάλπα, δόρατα, τόξα και κακάσχημοι, άγριοι θεοί που διψούσαν για αίμα και θυσίες.

Στα 14 του κι ενώ πια η κόκα του είχε γίνει καθημερινή συνήθεια αποφάσισε να φύγει με ένα σακίδιο στην πλάτη αφήνοντας την φυλή του και τους φίλους του. Κατηφόρισε τις Άνδεις και έφτασε μέχρι τη Λίμα όπου για πρώτη φορά αντίκρισε την απεραντοσύνη της θάλασσας. Ο Ειρηνικός Ωκεανός τον μάγεψε. Ο ίδιος θεώρησε πως ήταν ένα σημάδι της μοίρας του. Μετά από τις περιπλανήσεις του στα βουνά ερχόταν η ώρα να περιπλανηθεί και στη θάλασσα. Στα 17 του μπάρκαρε με το τσιμεντάδικο "Εσπεράντσα" από το λιμάνι του Βαλπαρέζο και άρχισε να γυρνάει τον κόσμο αλλάζοντας χώρες, ηπείρους και θάλασσες, πλοία και πληρώματα.

Ένας Αργεντίνος συντηρητής έγινε καλός του φίλος. Κάποτε του έκανε δώρο μια γαλαζόλευκη φανέλα από τη χώρα του. Στο πίσω μέρος έγραφε Sorin και είχε τον αριθμό 3. Ο αργεντίνος αργότερα άλλαξε καράβι, άλλαξε πορεία και δεν ξαναειδώθηκαν από τότε. Ο δρόμος του Σορίν τον έβγαλε ως τον Καταυλισμό. Στο μυαλό του είχε το "El Circo Perdición" ενώ στο μικρό του σακίδιο είχε τη φανέλα που του είχε δωρίσει εκείνος ο Αργεντίνος, ένα μπουκάλι με αλκοόλ και μια μικρή φωτογραφία από τα παιδικά του χρόνια. Στο πίσω μέρος έγραφε: "Niño Anselmo"

El Circo Perdición

Το "El Circo Perdición" είναι ο τρόπος που ο Σορίν φαντάστηκε το τσίρκο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι πριν καταλήξει στον Καταυλισμό είχε καταφέρει να βρει τα άτομα που θα στελέχωναν "...το μεγαλύτερο τσίρκο που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα...". Ποτέ δεν αποκάλυψε τι συνέβη σε εκείνον το θίασο ή πόσες παραστάσεις είχε δώσει ούτε κάποιος από τους υπόλοιπους γνώριζε με βεβαιότητα αν πράγματι υπήρξε. Στο μυαλό του Σορίν το τσίρκο δεν ήταν περιοδεύοντες ακροβάτες, κλόουν, ταχυδακτυλουργοί ή ζογκλέρ αλλά ένα σύνολο ανθρώπων που θα διασκέδαζαν το κοινό τους μέσα από το κατάντημά τους. Ένα freak show αποτελούμενο από απόκληρους και περιθωριακούς που θα έδινε τη χαρά της ανωτερότητας στους θεατές του αλλά θα τους θύμιζε πόσο εύκολο είναι να φτάσει κανείς σε αυτό που οι κοινωνίες ανενδοίαστα ονομάζουν "πάτο".

Ο Σορίν εξακολουθεί να πιστεύει ότι κάποτε θα μπορέσει να πείσει τα μέλη του Καταυλισμού να δώσουν μια σειρά παραστάσεων περιοδεύοντας σε όλο τον κόσμο. Πίστευε ότι έτσι θα ξυπνούσε πολλές συνειδήσεις αλλά και ότι θα μπορούσε να εξασφαλίζει με άνεση αλκοόλ της επιλογής του και όχι ένα διαφορετικό μείγμα κάθε φορά που ζητιάνευε στα νυχτομάγαζα.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

McKenzy, o πατέρας της Fuzzy Ethic. 1. Καταγωγή


Γεννημένος στις 8 Οκτωβριου 1952, στη καρδια του Ζυγου, στη Μομπάσα.
Ο πατερας του ναυτικος, μαλλον Ικαριωτης αλλα μπορει και Λαρισαίος μιας και η μανα του πηρε και τους δυο Ελληνες ναυτικους εκεινο το βραδυ του Γεναρη.
Νομιζε οτι ηταν ο ιδιος και την ξαναηθελε, στα ματια της βλεπεις ολοι οι λευκοι ηταν ιδιοι.
Αυτοι δεν καταλαβαν τιποτα, κι αν τους ελεγες οτι πηραν την Μπαρογκο εκεινο το βραδυ θα σου πουν οτι το μονο που θυμουνται ειναι να πινουν το μπουκαλι με το τσιπουρο στη δεσπεντζα του Αδάμαντα και να τραγουδανε μαζι βλαχικα ο ενας, νησιωτικα ο αλλος.
Τωρα πως βρεθηκαν στη καλυβα της Μπαρογκο, αυτο ισως μονο ο λοστρομος (Πειραιωτης) θα το ξερει που αυτος θυμαται σιγουρα οτι κατι εκανε κι αυτος με τη Μπαρόνγκο (το ονομα της θα πει η μικροτερη απο τις διδυμες) αλλα για λογους που μονο αυτος και η μαυρουλα ξερουν θα μπορουσε να ορκιστει οτι το παιδι δεν ειναι δικο του.
Η Μπαρονγκο αποδιδει την ενεργητικοτητα του μικρου στη εκπληκτικη σοδεια του καφε που ειχαν κεινη τη χρονια, μιας και η ιδια ηταν μανιωδης ποτης εμεις ομως ξερουμε οτι ενα λογο σ' αυτο σιγουρα επαιξε και το σπιρτο Τυρναβου...
Ο μικρος Μουκαμι (θα πει φτιαγμενος απο γαλα, φορος τιμης στον αγνωστο πατερα) μια χαρα μεγαλωνε μεσα στις λασπες του λιμανιου μεχρι που τον βρηκε ο ιεραποστολος Ιερεμίας Μακενζι και τον πηρε μαζι του ν'αναβει τα μανουαλια στην ιεραποστολη, και να του γυριζει τις σελιδες στα βιβλια οταν εψελνε.


Fuzzy Ethic

Η Fuzzy Ethic, την εδρα της οποιας στο Ινστιτούτο κατείχε (?) ο Μακένζι, ειναι η απολυτη εννοια της Ηθικης καθως απ' αυτην λειπει καθε προσωπικο κινητρο, που θα μπορουσε να στρεψει το υποκειμενο στην επιλογη μιας λυσης εναντι αλλων με παρομοιο ηθικο βαρος.
Η επιλογη δε μιας πραξης γινεται με απολυτα τυχαιο τροπο. Κατανομες πιθανοτητας οριζουν ενα περιβαλλον ηθικων λυσεων και το υποκειμενο επιλεγει στη τυχη μια μεταξυ αυτων.
Κατοπιν ακολουθει πιστα τις συνεπειες της αποφασης του μεχρι το επομενο ηθικο προβλημα.

Καταυλισμός (μέρος 2ο) - Απότομο Ξύπνημα


Ασφαλώς οι άθλιες παράγκες δεν αποτελούσαν και οικοδομικά πρότυπα. Ο Σιντ είχε συνηθίσει να νιώθει το πουκάμισό του να κολλάει στην πλάτη του τα καλοκαίρια. Ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του χωρίς καμία ντροπή πάνω στα ιδιόμορφα κουτιά και η εσωτερική θερμοκρασία ανέβαινε τόσο που θύμιζε καμίνι. Τα πρωινά μετά από μεθύσι η ανάγκη για ύπνο ήταν μεγαλύτερη από την ανάγκη για δροσιά. Κι αυτός ήταν ο λόγος που ο Σιντ προτιμούσε άλλες εποχές κι όχι το καλοκαίρι. Μία ριπή κρύου αέρα έμπαινε από το άνοιγμα δίπλα στην πόρτα – και μετά μια άλλη και μια άλλη - λες και είχε ένα δικό της παλλόμενο ρυθμό. Όλο σκεφτόταν να βρει ένα τρόπο να το κλείσει τώρα που χειμώνιαζε για τα καλά και όλο το ξεχνούσε. Ένιωθε το κεφάλι του – το μόνο μέρος του σώματός του που περίσσευε από τα θλιβερά σκεπάσματα – να ψύχεται και τον εγκέφαλο του να συρρικνώνεται για να αμυνθεί. Η μύτη του είχε παγώσει και έτρεχε. Αισθανόταν αυτή την υγρασία στο στόμα του. Δεν ήθελε να σηκωθεί. Δεν μπορούσε άλλωστε. Το εκρηκτικό, αλκοολούχο μείγμα του Σορίν δεν τον άφηνε κι ας είχε ξημερώσει για τα καλά. Βυθισμένος ακόμα στη νάρκωσή του, αδυνατούσε να αποκτήσει επαφή με την πραγματικότητα. Σαν όραμα έβλεπε ξανά την πρώτη φορά που ξύπνησε στον ξεχασμένο τούτο τόπο. Κι όσο η μύτη του δε σταματούσε να τρέχει από το κρύο τόσο θυμόταν τη γλώσσα του Κυρίουσμιθ να περιεργάζεται το πρόσωπό του. Τι τραγική ειρωνεία – όταν ξάπλωνε αργά χθες το βράδυ στο μυαλό του είχε το στόμα μιας υποσχόμενης κοκκινομάλλας και τώρα, που μαχόταν ο ύπνος με τον ξύπνιο, στο μυαλό του είχε τη μουσούδα ενός σκύλου που του έγλυφε το πρόσωπο.

Στον καταυλισμό σιγά – σιγά η καινούρια μέρα έδινε ζωή στους κατοίκους του. Ο Εσθέρο είχε πάρει την ξεκούρδιστη, φτηνιάρικη κιθάρα του και έπαιζε αργόσυρτους σκοπούς τυλιγμένος με ένα πολύχρωμο ύφασμα. Ο ίδιος έλεγε ότι του το είχε στείλει ο Ρομάν από το Περού. Κι όταν κανείς τον ρωτούσε ποιος ήταν ο Ρομάν, ο Εσθέρο απαντούσε ότι ήταν ο μπασίστας των "Hidebound" και όσο κανείς επέμενε να τον ρωτά τόσο ο Εσθέρο έβρισκε όλο και περισσότερες λεπτομέρειες να του διηγηθεί για τη ζωή και τα έργα του Περουβιανού φίλου του. Ο Αντρέι, λίγο παραδίπλα, έκανε φανταστικούς διαλόγους μόνος του. Εκείνη τη μέρα ήταν ο Όσκαρ και η Μαρία οι πρωταγωνιστές του. Το ζευγάρι που συνέθετε τους ήρωες για το επόμενο θεατρικό που σκόπευε να ανεβάσει. Η Μάρθα σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό καθώς άπλωνε στα σκοινιά την πρωινή της μπουγάδα. Φρόντιζε να κρεμάει τα ρούχα με τέτοιο τρόπο ώστε να κρύβει τις κιλότες της κάτω από τα πανωφόρια της. Η τραυματική εμπειρία με τον Μακένζι την είχε κάνει πολύ προσεκτική και δεν ήθελε τίποτα να θυμίζει σε κανένα ότι θα μπορούσε να του προσφέρει σεξουαλική ικανοποίηση στο εξής.

Ο Σιντ άνοιξε τα μάτια του και με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε το πρόσωπό του από τα υγρά που είχαν φτάσει μέχρι το πηγούνι του. Και όπως χάνονταν αυτά καθώς τα απορροφούσε το ύφασμα του μανικιού έτσι έσβηναν ξανά και οι μνήμες: το ζεστό στόμα της κοκκινομάλλας όπως και η σκυλίσια ανάσα του Κύριουσμιθ. Επέστρεφε ξανά στη ζωή – το απόλυτο λευκό της προσωπικής ιστορίας του τον τύλιγε και τον ξανάφερνε στα ίδια. Όσες απόπειρες κι αν είχε κάνει να εντοπίσει τι μπορεί να είχε συμβεί και κατέληξε να είναι μέλος αυτού του ιδιόμορφου συμπλέγματος ανθρώπων τόσες αποτυχίες έμεναν για να θυμάται. Και μαζεύονταν οι αποτυχίες αποτελώντας τη νέα του μνήμη διαγράφοντας συνεχώς κάθε υποψία για την ανεύρεση αναμνήσεων από το παρελθόν του.

Η πόρτα άνοιξε με βία και διαγράφοντας μία πορεία 180 μοιρών τράκαρε κάνοντας ένα ισχυρό μεταλλικό βρόντο στο πλαϊνό “τοίχωμα” της παράγκας του Σιντ. Ο Βαλερύ όρμησε μέσα αιμόφυρτος. Το δεξί του χέρι άφηνε ματωμένες στάμπες στο έδαφος καθώς το βαθυκόκκινο υγρό κυλούσε και έσταζε ασταμάτητα από μια βαθιά πληγή που ξεκινούσε από τον αγκώνα και κατέληγε στον καρπό. Ούρλιαζε ο Βαλερύ σαν παρανοϊκός. Ο Σιντ τον είχε ξαναδεί να ουρλιάζει έτσι αλλά πότε από πόνο και τρόμο. Γιατί το πρόσωπό του ήταν μια παραμορφωμένη ομάδα από μύες που συσπώνταν, μαλλιά μακρυά που ανέμιζαν από εδώ και από εκεί αφήνοντας κάποιες τούφες να κολλάνε στα ιδρωμένα μάγουλα και δύο μάτια με διεσταλμένες κόρες που νόμιζες πως θα πεταχτούν έξω ανά πάσα στιγμή! Ο Σιντ εμβρόντητος παρακολουθούσε το τρομακτικό μπάσιμο του φίλου του και προς στιγμή αναρωτήθηκε αν είχε πράγματι ξυπνήσει ή μήπως ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Τον συνέφερε απότομα ο ίδιος ο Βαλερύ που τον έπιασε με δύναμη από το λαιμό με το αριστερό χέρι του ενώ το δεξί του χέρι άφηνε ίχνη πάνω στο ήδη πολυκαιρισμένο και ταλαιπωρημένο πουκάμισο του Σιντ.

-Κοίτα τι μου έκανε, θα πεθάνω, είναι κρίμα. Αλλά του έδειξα εγώ. Παλέψαμε για ώρα και δεν θα τα ξαναβάλει μαζί μου. Αλλά πονάω, πονάω πολύ γαμώτο. Το σιχαίνομαι το αίμα και το γαμημένο δε σταματάει να τρέχει, ζαλίζομαι, υποφέρω.

Ο Σιντ σαστισμένος άκουγε τον Βαλερύ χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Η λαβή στο λαιμό του είχε αρχίσει να τον πονάει αλλά ένιωθε πως αν δοκίμαζε να τραβηχτεί από το χέρι και το αγκάλιασμα θα απογοήτευε τον τρελαμένο Βαλερύ. Κατά κάποιον τρόπο πίστευε πως με το να τον αφήνει να πιάνεται από πάνω του, τού έδειχνε όση συμπαράσταση δεν μπορούν να δείξουν χίλιες παρηγορητικές λέξεις και τον έκανε κοινωνό του πόνου και της αγωνίας του. Μέχρι που η λαβή χαλάρωσε, το δεξί χέρι σταμάτησε να αγκαλιάζει την πλάτη του Σιντ και κρεμάστηκε για λίγο σα νεκρό από έναν άνευρο ώμο. Λίγες στιγμές μετά ο Βαλερύ κειτόταν στο έδαφος με τα μούτρα πάνω στο γεμάτο υγρασία χώμα.

Ο Σορίν, μεθυσμένος ακόμα, περπατούσε με το ζόρι καθώς πήγαινε στις φυλλωσιές στα δεξιά του καταυλισμού για να κατουρήσει. Τα μάτια μισόκλειστα και το κεφάλι έτοιμο να εκραγεί. Κούμπωσε το παντελόνι του, έπιασε τα γόνατά του και χαμήλωσε την πλάτη του. Έκανε εμετό μέχρι που νόμιζε ότι σε λίγο θα έβγαζε και τα εντόσθια του και θα έμεναν εκεί μαζί με τις υπόλοιπες ακαθαρσίες του καταυλισμού. Άλλωστε εκεί, στις φυλλωσιές, ήταν που πήγαιναν όλοι για να κάνουν τις ανάγκες τους. Η σκέψη αυτή τον σόκαρε. Συνήλθε. Έψαξε στη δεξιά τσέπη του παλτού του και βρήκε το μπουκαλάκι - “Τα λευκά” - έτσι το έλεγε κι αυτό επειδή ποτέ δεν ήξερε τι έχει μέσα. Μπορεί να είχε vodka, ρούμι, sambuca, gin, οτιδήποτε. Αλλά πάντα ήταν λευκό το περιεχόμενο ακόμα κι αν ήταν ακαθόριστο πιοτό. Ήπιε δύο γουλιές κι ένιωσε καλύτερα. Κάθισε στο μαλακό γρασίδι. Η αίσθηση της πάχνης που είχε κατακαθίσει του άρεσε. Καθώς έβγαινε από το ληθαργικό μεθύσι του άκουσε σκουξίματα και κάτι σαν πονεμένο κλάμα ζώου κάπου εκεί γύρω. Σηκώθηκε. Οι εικόνες από τα χυμένα εντόσθιά του χάθηκαν. Έπρεπε να εντοπίσει από που έρχονταν αυτοί οι ήχοι. Και προσηλώθηκε σε αυτό. Δεν δυσκολεύτηκε. Στο μικρό ξέφωτο πίσω από τις φυλλωσιές είδε τον Κύριοσμιθ να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει με ταχύτατο ρυθμό. Θα έπαιρνε όρκο ο Σορίν ότι τα πίσω πόδια του αγαπημένου του σκύλου ήταν διαλυμένα. Έτρεξε κοντά του. Ο Κύριοςσμιθ τον κοιτούσε ικετευτικά. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ο Σορίν άρχισε να χαϊδεύει τη ράχη του σκυλιού τρυφερότερα από όσο είχε χαϊδέψει οποιονδήποτε στη ζωή του. Έφερε την παλάμη του στη μουσούδα του Κύριουσμιθ. Και τότε συνέβη κάτι που συντάραξε το Σορίν. Ο Κύριοςσμιθ πέταξε έξω τη γλώσσα του, πιο ξερή από ποτέ, και του έγλειψε το χέρι. Η ένταση των στιγμών καθάρισε το θολωμένο από το αλκοόλ μυαλό του Σορίν. Αυτός ο άμοιρος σκύλος ήταν ένα κομμάτι του καταυλισμού και σε καμία περίπτωση δεν θα τον άφηνε αβοήθητο. Έβγαλε το κουρέλι που φορούσε πάνω από την μπλούζα του και τοποθέτησε το σώμα του δύστυχου Σμιθ εκεί. Ύστερα τον σήκωσε προσεκτικά και τον έφερε στην αγκαλιά του βαστώντας τον γερά με τα δύο του χέρια ενώ το κουρέλι του εξασφάλιζε ότι δε θα του γλιστρούσε από εκεί ο σκύλος ακόμα κι αν έκανε κάποια πανικόβλητη κίνηση λόγω του πόνου από τα χτυπήματα. Στο λαιμό είχε και ένα σκίσιμο όπως παρατήρησε ο Σορίν αλλά ευτυχώς η πληγή δε φαινόταν σοβαρή – σίγουρα ο Βαλερύ που τόσα τους έλεγε για την Μοριακή Ανασύνθεση -ο τρελάρας- θα μπορούσε να προσφέρει τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες στον Κύριοσμιθ ακόμα κι αν ήταν ο μόνος που φαινόταν να αντιπαθεί το σκυλί λόγω του φόβου που του δημιουργούσε. Αναρωτιόταν ο Σορίν τι να κάνει ο Βαλερύ την ώρα που σαν τραγικός πατέρας ξεκινούσε να κατευθύνεται ξανά προς τον καταυλισμό με τον Κύριοσμιθ να κλαίει στην αγκαλιά του. Στην πορεία θυμήθηκε τα λόγια του Ραλφ, ενός γέρου που είχε περάσει όλη τη ζωή του στον καταυλισμό μέχρι που πέθανε:

“Αυτός ο τόπος, καλό μου παιδί, έχει γεννηθεί για να χαθεί αλλά είναι και γεννημένος για χαμένους.”

Ο Kαταυλισμός, 1. Γύρω από τη φωτιά


Αυτη τη φορα ηταν απο τα χειροτερα μεθυσια του.

Ηξερε οτι αυτος ο ηλιθιος ο Σορίν εβαζε οτι αποπιομα μαζευε απο τις ταβερνες και απο τα μπαρ που ζητιανευε μεσα στο μπουκαλι του αλλα οταν επεσε το βραδυ και καθισε γυρω απο τη φωτια με τους αλλους ηταν το μονο που αντεχε να κανει. Αυτο και να τους ακουει. Παρ'ολο που χανανε τα λογια τους απο το πιοτο, απο τη τρελλα κι απο το κρυο που εκανε τα δοντια τους να χτυπανε, το να ακουει τη φωνη τους ηταν το μονο που του εδινε αυτο το σημειο που χρειαζοταν να πιαστει στο κοσμο. Η φωτια να χορευει μπροστα τους, οι φωνες τους, βαριες, κομπιαστες, το μπουκαλι που αλλαζε χερια.

Σημερα μιλουσε κυριως ο Εσθέρο ελεγε παλι εκεινη την παλαβη ιστορια με τους εξωγηινους που τον ειχαν παρει για μια βδομαδα σε ενα περιεργο δωματιο. Του ειχαν ανοιξει -ελεγε παλι- την κοιλια αλλα αυτος δεν ενιωθε τιποτα. Ειχε τα ματια του ανοιχτα για λιγη ωρα, και τους ακουγε σαν μεσα σε ονειρο που μιλουσαν μια γλωσσα που δεν καταλαβαινε. Πονο δεν ενιωθε και -παντα κομπιαζε σ'αυτο το σημειο- πριν χασει τελειως τις αισθησεις του καποιος κραταγε κατι λαμπερο πανω απο την κοιλια του. Παλι του ειχαν ζητησει να τους δειξει το σημαδι στη κοιλια του, παλι αυτος σηκωνε τα βρωμερα του κουρελια για να φανει μια ασπρη κοιλια, ρουφηγμενη, τα κοκκαλα να φαινονται ενα ενα κι εκει κατω δεξια ενα μικρο σημαδι. Τοτε αυτοι εβαζαν τα γελια και του 'λεγαν οτι αυτο ειναι χρονια πολλα. Μπορει να μην ηταν και τιποτα, μπορει μονο ενα χτυπημα που ειχε κανει οταν ηταν παιδι. Αυτος διαμαρτυροταν εντονα στην αρχη και μετα αδυναμα, οτι το ηξερε, και του ενος το προσωπο το ειδε και δεν ειχε μυτη παρα μονο δυο τρυπες στο προσωπο και τα ματια του ηταν ολοστρογγυλλα σα κερματα και ασπρα, κατασπρα.

Την ειχε ακουσει δεκαδες φορα την ιστορια αυτη, οπως και τις αλλες. Καθε φορα κατι καινουριο προσθεταν, κατι για το οποιο δεν ειχε γινει κανενας υπαινιγμος πριν. Κι ετσι η ιστορια μπλεκονταν και αλλαζε λιγο καθε φορα ετσι που απο την πρωτη φορα που ειχε ειπωθει δεν ειχαν απομεινει παρα ελαχιστα στοιχεια, ισως και τιποτα.

Σημερα στην ιστορια του Εσθερο εμπαινε η γυναικα με την μαυρη καμπαρντινα, και τα κοκκινα μαλλια που ειχε γνωρισει στο μπαρ. Αυτη που του ζητησε φωτια και μετα απο λιγο τα επιναν μαζι και μετα του εδωσε ενα τετοιο φιλι βεντουζα στο στομα που ποτε πριν δεν του ειχε δωσει καμια.

Και ειχε πολλες ο Εσθερο, κιθαριστας στους Hidebound βλεπεις, ενα συγκροτημα που κανεις τους δεν ειχε ποτε ακουσει αλλα αυτος ελεγε οτι ηταν σουπερ δημοφιλες πριν λιγα χρονια. Ποσα δεν μπορουσε να προσδιορισει.

Και ειχε παει ο Εσθερο με την κοκκινομαλλα μετα σε χοτελ και δε θυμοταν τι εκαναν αλλα ξυπνησε σε κεινο το το δωματιο που τον κοιταζε το κεφαλι με τα ασπρα στρογγυλα ματια...

Μπερδευε τα λογια του, λιγοι τον ακουγαν, λογια του παλαβου ποτου που επιναν, λογια της τρελλας τους. Καθοταν διπλα του, γυρισε και ακουμπησε στον ωμο του ετσι οπως συνεχιζε ο Εσθερο να μιλαει, ψιθυριστα τωρα. Ηλπιζε να ερθει να κοιμηθει μαζι του αποψε, να κουλουριαστει πανω του, ηλπιζε να ειναι αυτος αποψε.

Απο τοτε που η Μαρθα τους το ξεκοψε αηδιασμενη οτι δεν ειχε αλλο σεξ, ειχαν μονο αυτο σα μονη διεξοδο να νιωσουν ενα σωμα ν'ακουμπα το δικο τους. Και η Μαρθα ηταν η μονη γυναικα του καταυλισμου. Πριν τους διαολοστειλει επαιρνε και δυο και τρεις καθε βραδυ. Κοιμοντουσαν ησυχοι μετα, κι αυτοι και οι αλλοι, ηξεραν οτι την επομενη ή την μεθεπομενη θα ηταν η σειρα τους. Ητανε καλη η Μαρθα. Μονο το ποτο της επρεπε να της δινουν καθε μερα και τα μικρα τηγανιτα ψαρια το μονο φαγητο που δεχοταν να φαει. Επινε απο το πρωι που ανοιγε τα ματια της και μολις αρχιζε και σουρουπωνε τους εκανε τα κεφια τους μεχρι να τους παρει ο υπνος. Μεχρι που εκεινος ο παλαβος ο Μακενζι αρχισε να την χτυπαει μεσα στη παλιοπαραγκα της και να φωναζει οτι αυτη ηταν η αιτια που ηταν εδω περα, και πως αυτος ηταν ο μονος που μπορουσε να κρατησει την εδρα της Φάζι Ηθικης στο Ινστιτουτο. Τον μαζεψαν απο πανω της με τα χιλια ζορια, η Μαρθα σε κακα χαλια ολο γδαρσιματα εμεινε κλεισμενη μια βδομαδα μεσα, μονο την μπουκαλα της δεν παρελειψε να παιρνει, που αυτοι συνεχισαν ν'αφηνουν εξω απο τη πορτα της. Τα ποδια της ομως δεν τα ξανανοιξε για κανενα τους.

Ακουγοταν μονο το τριζοβολημα της φωτιας τωρα.

Ο σκυλος τους, ο Κυριοςσμιθ, μεταξυ του κυκλου που ειχαν κανει και της φωτιας αλλα σε ασφαλη αποσταση απο τον Βαλερύ που τον φοβοταν. Γιατι τον κυνηγουσε Ο Βαλερύ, μεθυσμενος και ξεμεθυστος, και του φωναζε οτι θα τονε ξεσκεπασει γιατι αυτος ητανε ο πραγματικος Κυριος Σμιθ και οχι αυτο το βρωμερο παλιοσκυλο. Κανεις ποτε δεν καταλαβε γιατι τα εβαζε με το σκυλο που ηταν -αλιμονο- φανερο οτι δεν ειχε ισχυριστει ποτε οτι αυτος ηταν ο Κυριος Σμιθ, αλλα κανεις δεν ηξερε ή δεν θυμοταν πως ειχε αρχισει αυτη η ιστορια και αυτη η διαμαχη. Η τρελλα του Βαλερυ ηταν απο τις χειροτερες, κι οταν ελεγε οτι αυτος ηταν ο εργολαβος που ειχε φτιαξει το Κεντρο Μοριακης Ανασυνθεσης και Ραδιοφωνου τα ματια του γυαλιζαν και η φωνη του ηταν δυνατη και σαν ιεροκηρυκα και ο φτωχος Κυριοςσμιθ, εφευγε μεσα απο το κυκλο κουλουριαζοταν πισω απο τον Σιντ και κλαψουριζε σιγανα.

Ολοι ειχαν μια ιστορια να πουν, που την παραλλαζαν ή τις εβαζαν καινουρια στοιχεια καθε βραδυ. Μονο ο Σιντ δεν ειχε. Μονο αυτος δεν θυμοταν τιποτα και πως ειχε βρεθει ν’ανοιγει τα ματια του εκεινο το μεσημερι και ν’αντικρυζει πρωτα το μουσουδι του Κυριουσμιθ που του ειχε φανει τεραστιο ετσι οπως τον μυριζε, μετα τα ψηλα αγριοχορτα, μετα τον ηλιο που τοτε του ειχε φανει κοκκινος και μετα μολις ανασηκωθηκε τις αθλιες παραγκες σκορπισμενες σε ολη την εκταση γυρω.

Αυτο μονο. Και οτι στην αρχη δεν ηθελε να πινει. Αλλα οταν ενα βραδυ γυρω απο τη φωτια βρεθηκε να κραταει το μπουκαλι στα χερια του και ηπιε μηχανικα κι ενιωσε να μουδιαζει γλυκα ολο του το σωμα δεν το σταματησε ποτε. Ολοι ειχαν ιστορια να πουν, ολων ηταν αλλοπροσαλλη, υπερβολικη – ο Σοριν ειχε δικο του τσιρκο λεει, ο Φωκας ηταν υπευθυνος Ψυχοδυναμικης Τροφοδοσιας Στολου και ο Αντρέι διευθυντης του Θεάτρου Ποικιλιών - μονο σε αυτου το μυαλο υπηρχε αυτο το λευκο κενο.

Το μονο που ηξερε ηταν οτι του αρεσε ο Εσθερο, και οτι πονουσε πολυ τα βραδυα που πηγαινε και κουλουριαζοταν πισω απο καποιον αλλο. Ισως γιατι ετσι οπως κοιμοντουσαν κολλητα, παραμιλουσε κατι τραγουδια που κατι του θυμιζαν, κατι που αυτος εβαζε το χερι του να το πιασει μεσα σε μια ψιλη αμμο κι αυτο ολο και χωνοταν βαθυτερα. Κι αυτο το σημερινο με την γυναικα με τα κοκκινα μαλλια το ειχε πραγματι πει ή το ειχε ονειρευτει ετσι οπως ειχε γειρει στον ωμο του τοσο βαρεια μεθυσμενος και μισοκοιμισμενος. Ενα προσωπο που ειχε σταθει για λιγη ωρα στη σκεψη του, δυο πελωρια κοκκινα χειλη που τον πλησιαζαν, ενα τοσο δυνατο φιλι που λες και τραβουσε ακομα και τωρα τη γλωσσα του μεσα σ’ενα υγρο ζεστο στομα.

Θα θυμοταν να τον ρωτησει αυριο; Ειχε πολλα να τον ρωτησει, ηταν στιγμες που ενιωθε οτι ειχε πολλα, στιγμες οπως τωρα, αλλα που την αλλη μερα δεν υπηρχαν οι ερωτησεις, δεν υπηρχαν τα λογια, δεν υπηρχαν καν οι σκηνες αυτης της κατασπαραγμενης μνημης.