Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Καταυλισμός (μέρος 2ο) - Απότομο Ξύπνημα


Ασφαλώς οι άθλιες παράγκες δεν αποτελούσαν και οικοδομικά πρότυπα. Ο Σιντ είχε συνηθίσει να νιώθει το πουκάμισό του να κολλάει στην πλάτη του τα καλοκαίρια. Ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του χωρίς καμία ντροπή πάνω στα ιδιόμορφα κουτιά και η εσωτερική θερμοκρασία ανέβαινε τόσο που θύμιζε καμίνι. Τα πρωινά μετά από μεθύσι η ανάγκη για ύπνο ήταν μεγαλύτερη από την ανάγκη για δροσιά. Κι αυτός ήταν ο λόγος που ο Σιντ προτιμούσε άλλες εποχές κι όχι το καλοκαίρι. Μία ριπή κρύου αέρα έμπαινε από το άνοιγμα δίπλα στην πόρτα – και μετά μια άλλη και μια άλλη - λες και είχε ένα δικό της παλλόμενο ρυθμό. Όλο σκεφτόταν να βρει ένα τρόπο να το κλείσει τώρα που χειμώνιαζε για τα καλά και όλο το ξεχνούσε. Ένιωθε το κεφάλι του – το μόνο μέρος του σώματός του που περίσσευε από τα θλιβερά σκεπάσματα – να ψύχεται και τον εγκέφαλο του να συρρικνώνεται για να αμυνθεί. Η μύτη του είχε παγώσει και έτρεχε. Αισθανόταν αυτή την υγρασία στο στόμα του. Δεν ήθελε να σηκωθεί. Δεν μπορούσε άλλωστε. Το εκρηκτικό, αλκοολούχο μείγμα του Σορίν δεν τον άφηνε κι ας είχε ξημερώσει για τα καλά. Βυθισμένος ακόμα στη νάρκωσή του, αδυνατούσε να αποκτήσει επαφή με την πραγματικότητα. Σαν όραμα έβλεπε ξανά την πρώτη φορά που ξύπνησε στον ξεχασμένο τούτο τόπο. Κι όσο η μύτη του δε σταματούσε να τρέχει από το κρύο τόσο θυμόταν τη γλώσσα του Κυρίουσμιθ να περιεργάζεται το πρόσωπό του. Τι τραγική ειρωνεία – όταν ξάπλωνε αργά χθες το βράδυ στο μυαλό του είχε το στόμα μιας υποσχόμενης κοκκινομάλλας και τώρα, που μαχόταν ο ύπνος με τον ξύπνιο, στο μυαλό του είχε τη μουσούδα ενός σκύλου που του έγλυφε το πρόσωπο.

Στον καταυλισμό σιγά – σιγά η καινούρια μέρα έδινε ζωή στους κατοίκους του. Ο Εσθέρο είχε πάρει την ξεκούρδιστη, φτηνιάρικη κιθάρα του και έπαιζε αργόσυρτους σκοπούς τυλιγμένος με ένα πολύχρωμο ύφασμα. Ο ίδιος έλεγε ότι του το είχε στείλει ο Ρομάν από το Περού. Κι όταν κανείς τον ρωτούσε ποιος ήταν ο Ρομάν, ο Εσθέρο απαντούσε ότι ήταν ο μπασίστας των "Hidebound" και όσο κανείς επέμενε να τον ρωτά τόσο ο Εσθέρο έβρισκε όλο και περισσότερες λεπτομέρειες να του διηγηθεί για τη ζωή και τα έργα του Περουβιανού φίλου του. Ο Αντρέι, λίγο παραδίπλα, έκανε φανταστικούς διαλόγους μόνος του. Εκείνη τη μέρα ήταν ο Όσκαρ και η Μαρία οι πρωταγωνιστές του. Το ζευγάρι που συνέθετε τους ήρωες για το επόμενο θεατρικό που σκόπευε να ανεβάσει. Η Μάρθα σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό καθώς άπλωνε στα σκοινιά την πρωινή της μπουγάδα. Φρόντιζε να κρεμάει τα ρούχα με τέτοιο τρόπο ώστε να κρύβει τις κιλότες της κάτω από τα πανωφόρια της. Η τραυματική εμπειρία με τον Μακένζι την είχε κάνει πολύ προσεκτική και δεν ήθελε τίποτα να θυμίζει σε κανένα ότι θα μπορούσε να του προσφέρει σεξουαλική ικανοποίηση στο εξής.

Ο Σιντ άνοιξε τα μάτια του και με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε το πρόσωπό του από τα υγρά που είχαν φτάσει μέχρι το πηγούνι του. Και όπως χάνονταν αυτά καθώς τα απορροφούσε το ύφασμα του μανικιού έτσι έσβηναν ξανά και οι μνήμες: το ζεστό στόμα της κοκκινομάλλας όπως και η σκυλίσια ανάσα του Κύριουσμιθ. Επέστρεφε ξανά στη ζωή – το απόλυτο λευκό της προσωπικής ιστορίας του τον τύλιγε και τον ξανάφερνε στα ίδια. Όσες απόπειρες κι αν είχε κάνει να εντοπίσει τι μπορεί να είχε συμβεί και κατέληξε να είναι μέλος αυτού του ιδιόμορφου συμπλέγματος ανθρώπων τόσες αποτυχίες έμεναν για να θυμάται. Και μαζεύονταν οι αποτυχίες αποτελώντας τη νέα του μνήμη διαγράφοντας συνεχώς κάθε υποψία για την ανεύρεση αναμνήσεων από το παρελθόν του.

Η πόρτα άνοιξε με βία και διαγράφοντας μία πορεία 180 μοιρών τράκαρε κάνοντας ένα ισχυρό μεταλλικό βρόντο στο πλαϊνό “τοίχωμα” της παράγκας του Σιντ. Ο Βαλερύ όρμησε μέσα αιμόφυρτος. Το δεξί του χέρι άφηνε ματωμένες στάμπες στο έδαφος καθώς το βαθυκόκκινο υγρό κυλούσε και έσταζε ασταμάτητα από μια βαθιά πληγή που ξεκινούσε από τον αγκώνα και κατέληγε στον καρπό. Ούρλιαζε ο Βαλερύ σαν παρανοϊκός. Ο Σιντ τον είχε ξαναδεί να ουρλιάζει έτσι αλλά πότε από πόνο και τρόμο. Γιατί το πρόσωπό του ήταν μια παραμορφωμένη ομάδα από μύες που συσπώνταν, μαλλιά μακρυά που ανέμιζαν από εδώ και από εκεί αφήνοντας κάποιες τούφες να κολλάνε στα ιδρωμένα μάγουλα και δύο μάτια με διεσταλμένες κόρες που νόμιζες πως θα πεταχτούν έξω ανά πάσα στιγμή! Ο Σιντ εμβρόντητος παρακολουθούσε το τρομακτικό μπάσιμο του φίλου του και προς στιγμή αναρωτήθηκε αν είχε πράγματι ξυπνήσει ή μήπως ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Τον συνέφερε απότομα ο ίδιος ο Βαλερύ που τον έπιασε με δύναμη από το λαιμό με το αριστερό χέρι του ενώ το δεξί του χέρι άφηνε ίχνη πάνω στο ήδη πολυκαιρισμένο και ταλαιπωρημένο πουκάμισο του Σιντ.

-Κοίτα τι μου έκανε, θα πεθάνω, είναι κρίμα. Αλλά του έδειξα εγώ. Παλέψαμε για ώρα και δεν θα τα ξαναβάλει μαζί μου. Αλλά πονάω, πονάω πολύ γαμώτο. Το σιχαίνομαι το αίμα και το γαμημένο δε σταματάει να τρέχει, ζαλίζομαι, υποφέρω.

Ο Σιντ σαστισμένος άκουγε τον Βαλερύ χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Η λαβή στο λαιμό του είχε αρχίσει να τον πονάει αλλά ένιωθε πως αν δοκίμαζε να τραβηχτεί από το χέρι και το αγκάλιασμα θα απογοήτευε τον τρελαμένο Βαλερύ. Κατά κάποιον τρόπο πίστευε πως με το να τον αφήνει να πιάνεται από πάνω του, τού έδειχνε όση συμπαράσταση δεν μπορούν να δείξουν χίλιες παρηγορητικές λέξεις και τον έκανε κοινωνό του πόνου και της αγωνίας του. Μέχρι που η λαβή χαλάρωσε, το δεξί χέρι σταμάτησε να αγκαλιάζει την πλάτη του Σιντ και κρεμάστηκε για λίγο σα νεκρό από έναν άνευρο ώμο. Λίγες στιγμές μετά ο Βαλερύ κειτόταν στο έδαφος με τα μούτρα πάνω στο γεμάτο υγρασία χώμα.

Ο Σορίν, μεθυσμένος ακόμα, περπατούσε με το ζόρι καθώς πήγαινε στις φυλλωσιές στα δεξιά του καταυλισμού για να κατουρήσει. Τα μάτια μισόκλειστα και το κεφάλι έτοιμο να εκραγεί. Κούμπωσε το παντελόνι του, έπιασε τα γόνατά του και χαμήλωσε την πλάτη του. Έκανε εμετό μέχρι που νόμιζε ότι σε λίγο θα έβγαζε και τα εντόσθια του και θα έμεναν εκεί μαζί με τις υπόλοιπες ακαθαρσίες του καταυλισμού. Άλλωστε εκεί, στις φυλλωσιές, ήταν που πήγαιναν όλοι για να κάνουν τις ανάγκες τους. Η σκέψη αυτή τον σόκαρε. Συνήλθε. Έψαξε στη δεξιά τσέπη του παλτού του και βρήκε το μπουκαλάκι - “Τα λευκά” - έτσι το έλεγε κι αυτό επειδή ποτέ δεν ήξερε τι έχει μέσα. Μπορεί να είχε vodka, ρούμι, sambuca, gin, οτιδήποτε. Αλλά πάντα ήταν λευκό το περιεχόμενο ακόμα κι αν ήταν ακαθόριστο πιοτό. Ήπιε δύο γουλιές κι ένιωσε καλύτερα. Κάθισε στο μαλακό γρασίδι. Η αίσθηση της πάχνης που είχε κατακαθίσει του άρεσε. Καθώς έβγαινε από το ληθαργικό μεθύσι του άκουσε σκουξίματα και κάτι σαν πονεμένο κλάμα ζώου κάπου εκεί γύρω. Σηκώθηκε. Οι εικόνες από τα χυμένα εντόσθιά του χάθηκαν. Έπρεπε να εντοπίσει από που έρχονταν αυτοί οι ήχοι. Και προσηλώθηκε σε αυτό. Δεν δυσκολεύτηκε. Στο μικρό ξέφωτο πίσω από τις φυλλωσιές είδε τον Κύριοσμιθ να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει με ταχύτατο ρυθμό. Θα έπαιρνε όρκο ο Σορίν ότι τα πίσω πόδια του αγαπημένου του σκύλου ήταν διαλυμένα. Έτρεξε κοντά του. Ο Κύριοςσμιθ τον κοιτούσε ικετευτικά. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ο Σορίν άρχισε να χαϊδεύει τη ράχη του σκυλιού τρυφερότερα από όσο είχε χαϊδέψει οποιονδήποτε στη ζωή του. Έφερε την παλάμη του στη μουσούδα του Κύριουσμιθ. Και τότε συνέβη κάτι που συντάραξε το Σορίν. Ο Κύριοςσμιθ πέταξε έξω τη γλώσσα του, πιο ξερή από ποτέ, και του έγλειψε το χέρι. Η ένταση των στιγμών καθάρισε το θολωμένο από το αλκοόλ μυαλό του Σορίν. Αυτός ο άμοιρος σκύλος ήταν ένα κομμάτι του καταυλισμού και σε καμία περίπτωση δεν θα τον άφηνε αβοήθητο. Έβγαλε το κουρέλι που φορούσε πάνω από την μπλούζα του και τοποθέτησε το σώμα του δύστυχου Σμιθ εκεί. Ύστερα τον σήκωσε προσεκτικά και τον έφερε στην αγκαλιά του βαστώντας τον γερά με τα δύο του χέρια ενώ το κουρέλι του εξασφάλιζε ότι δε θα του γλιστρούσε από εκεί ο σκύλος ακόμα κι αν έκανε κάποια πανικόβλητη κίνηση λόγω του πόνου από τα χτυπήματα. Στο λαιμό είχε και ένα σκίσιμο όπως παρατήρησε ο Σορίν αλλά ευτυχώς η πληγή δε φαινόταν σοβαρή – σίγουρα ο Βαλερύ που τόσα τους έλεγε για την Μοριακή Ανασύνθεση -ο τρελάρας- θα μπορούσε να προσφέρει τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες στον Κύριοσμιθ ακόμα κι αν ήταν ο μόνος που φαινόταν να αντιπαθεί το σκυλί λόγω του φόβου που του δημιουργούσε. Αναρωτιόταν ο Σορίν τι να κάνει ο Βαλερύ την ώρα που σαν τραγικός πατέρας ξεκινούσε να κατευθύνεται ξανά προς τον καταυλισμό με τον Κύριοσμιθ να κλαίει στην αγκαλιά του. Στην πορεία θυμήθηκε τα λόγια του Ραλφ, ενός γέρου που είχε περάσει όλη τη ζωή του στον καταυλισμό μέχρι που πέθανε:

“Αυτός ο τόπος, καλό μου παιδί, έχει γεννηθεί για να χαθεί αλλά είναι και γεννημένος για χαμένους.”

3 σχόλια:

Y. K. είπε...

ευτυχως σωθηκε ο κακομοιρος ο κυριοσμιθ :)

ειναι καλο να δειχνεις ελεος που και που μιστερ!

Yannis K. είπε...

Ουφ τη σκαπουλαρε ο σκυλακος ...
θελω καποιο στοιχειο για τον Ραλφ συνεταιρε.
Σε καποιο επεισοδιο παρακατω δεν αποκλειεται να βρουμε κατω απο το βρωμοστρωμα του κανενα ημερολογιο ...

2Σx2 είπε...

Εντάξει, Alicia, έδειξα! Σταματήστε πια με αυτό το σκυλί - στο τέλος θα πέσω από κανένα μπαλκόνι λόγω τύψεων! :)

Yannis, εν καιρώ. Θα μπορούσε να μνημονεύεται σε μελλοντικές μαζώξεις γύρω από τη φλόγα. Δεδομένο είναι ότι είχε μια παράγκα. Ε, αν τύχαινε ο Σιντ να ζει εκεί τώρα δε θα ήταν και καμία τεράστια σύμπτωση...