Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Ο Kαταυλισμός, 1. Γύρω από τη φωτιά


Αυτη τη φορα ηταν απο τα χειροτερα μεθυσια του.

Ηξερε οτι αυτος ο ηλιθιος ο Σορίν εβαζε οτι αποπιομα μαζευε απο τις ταβερνες και απο τα μπαρ που ζητιανευε μεσα στο μπουκαλι του αλλα οταν επεσε το βραδυ και καθισε γυρω απο τη φωτια με τους αλλους ηταν το μονο που αντεχε να κανει. Αυτο και να τους ακουει. Παρ'ολο που χανανε τα λογια τους απο το πιοτο, απο τη τρελλα κι απο το κρυο που εκανε τα δοντια τους να χτυπανε, το να ακουει τη φωνη τους ηταν το μονο που του εδινε αυτο το σημειο που χρειαζοταν να πιαστει στο κοσμο. Η φωτια να χορευει μπροστα τους, οι φωνες τους, βαριες, κομπιαστες, το μπουκαλι που αλλαζε χερια.

Σημερα μιλουσε κυριως ο Εσθέρο ελεγε παλι εκεινη την παλαβη ιστορια με τους εξωγηινους που τον ειχαν παρει για μια βδομαδα σε ενα περιεργο δωματιο. Του ειχαν ανοιξει -ελεγε παλι- την κοιλια αλλα αυτος δεν ενιωθε τιποτα. Ειχε τα ματια του ανοιχτα για λιγη ωρα, και τους ακουγε σαν μεσα σε ονειρο που μιλουσαν μια γλωσσα που δεν καταλαβαινε. Πονο δεν ενιωθε και -παντα κομπιαζε σ'αυτο το σημειο- πριν χασει τελειως τις αισθησεις του καποιος κραταγε κατι λαμπερο πανω απο την κοιλια του. Παλι του ειχαν ζητησει να τους δειξει το σημαδι στη κοιλια του, παλι αυτος σηκωνε τα βρωμερα του κουρελια για να φανει μια ασπρη κοιλια, ρουφηγμενη, τα κοκκαλα να φαινονται ενα ενα κι εκει κατω δεξια ενα μικρο σημαδι. Τοτε αυτοι εβαζαν τα γελια και του 'λεγαν οτι αυτο ειναι χρονια πολλα. Μπορει να μην ηταν και τιποτα, μπορει μονο ενα χτυπημα που ειχε κανει οταν ηταν παιδι. Αυτος διαμαρτυροταν εντονα στην αρχη και μετα αδυναμα, οτι το ηξερε, και του ενος το προσωπο το ειδε και δεν ειχε μυτη παρα μονο δυο τρυπες στο προσωπο και τα ματια του ηταν ολοστρογγυλλα σα κερματα και ασπρα, κατασπρα.

Την ειχε ακουσει δεκαδες φορα την ιστορια αυτη, οπως και τις αλλες. Καθε φορα κατι καινουριο προσθεταν, κατι για το οποιο δεν ειχε γινει κανενας υπαινιγμος πριν. Κι ετσι η ιστορια μπλεκονταν και αλλαζε λιγο καθε φορα ετσι που απο την πρωτη φορα που ειχε ειπωθει δεν ειχαν απομεινει παρα ελαχιστα στοιχεια, ισως και τιποτα.

Σημερα στην ιστορια του Εσθερο εμπαινε η γυναικα με την μαυρη καμπαρντινα, και τα κοκκινα μαλλια που ειχε γνωρισει στο μπαρ. Αυτη που του ζητησε φωτια και μετα απο λιγο τα επιναν μαζι και μετα του εδωσε ενα τετοιο φιλι βεντουζα στο στομα που ποτε πριν δεν του ειχε δωσει καμια.

Και ειχε πολλες ο Εσθερο, κιθαριστας στους Hidebound βλεπεις, ενα συγκροτημα που κανεις τους δεν ειχε ποτε ακουσει αλλα αυτος ελεγε οτι ηταν σουπερ δημοφιλες πριν λιγα χρονια. Ποσα δεν μπορουσε να προσδιορισει.

Και ειχε παει ο Εσθερο με την κοκκινομαλλα μετα σε χοτελ και δε θυμοταν τι εκαναν αλλα ξυπνησε σε κεινο το το δωματιο που τον κοιταζε το κεφαλι με τα ασπρα στρογγυλα ματια...

Μπερδευε τα λογια του, λιγοι τον ακουγαν, λογια του παλαβου ποτου που επιναν, λογια της τρελλας τους. Καθοταν διπλα του, γυρισε και ακουμπησε στον ωμο του ετσι οπως συνεχιζε ο Εσθερο να μιλαει, ψιθυριστα τωρα. Ηλπιζε να ερθει να κοιμηθει μαζι του αποψε, να κουλουριαστει πανω του, ηλπιζε να ειναι αυτος αποψε.

Απο τοτε που η Μαρθα τους το ξεκοψε αηδιασμενη οτι δεν ειχε αλλο σεξ, ειχαν μονο αυτο σα μονη διεξοδο να νιωσουν ενα σωμα ν'ακουμπα το δικο τους. Και η Μαρθα ηταν η μονη γυναικα του καταυλισμου. Πριν τους διαολοστειλει επαιρνε και δυο και τρεις καθε βραδυ. Κοιμοντουσαν ησυχοι μετα, κι αυτοι και οι αλλοι, ηξεραν οτι την επομενη ή την μεθεπομενη θα ηταν η σειρα τους. Ητανε καλη η Μαρθα. Μονο το ποτο της επρεπε να της δινουν καθε μερα και τα μικρα τηγανιτα ψαρια το μονο φαγητο που δεχοταν να φαει. Επινε απο το πρωι που ανοιγε τα ματια της και μολις αρχιζε και σουρουπωνε τους εκανε τα κεφια τους μεχρι να τους παρει ο υπνος. Μεχρι που εκεινος ο παλαβος ο Μακενζι αρχισε να την χτυπαει μεσα στη παλιοπαραγκα της και να φωναζει οτι αυτη ηταν η αιτια που ηταν εδω περα, και πως αυτος ηταν ο μονος που μπορουσε να κρατησει την εδρα της Φάζι Ηθικης στο Ινστιτουτο. Τον μαζεψαν απο πανω της με τα χιλια ζορια, η Μαρθα σε κακα χαλια ολο γδαρσιματα εμεινε κλεισμενη μια βδομαδα μεσα, μονο την μπουκαλα της δεν παρελειψε να παιρνει, που αυτοι συνεχισαν ν'αφηνουν εξω απο τη πορτα της. Τα ποδια της ομως δεν τα ξανανοιξε για κανενα τους.

Ακουγοταν μονο το τριζοβολημα της φωτιας τωρα.

Ο σκυλος τους, ο Κυριοςσμιθ, μεταξυ του κυκλου που ειχαν κανει και της φωτιας αλλα σε ασφαλη αποσταση απο τον Βαλερύ που τον φοβοταν. Γιατι τον κυνηγουσε Ο Βαλερύ, μεθυσμενος και ξεμεθυστος, και του φωναζε οτι θα τονε ξεσκεπασει γιατι αυτος ητανε ο πραγματικος Κυριος Σμιθ και οχι αυτο το βρωμερο παλιοσκυλο. Κανεις ποτε δεν καταλαβε γιατι τα εβαζε με το σκυλο που ηταν -αλιμονο- φανερο οτι δεν ειχε ισχυριστει ποτε οτι αυτος ηταν ο Κυριος Σμιθ, αλλα κανεις δεν ηξερε ή δεν θυμοταν πως ειχε αρχισει αυτη η ιστορια και αυτη η διαμαχη. Η τρελλα του Βαλερυ ηταν απο τις χειροτερες, κι οταν ελεγε οτι αυτος ηταν ο εργολαβος που ειχε φτιαξει το Κεντρο Μοριακης Ανασυνθεσης και Ραδιοφωνου τα ματια του γυαλιζαν και η φωνη του ηταν δυνατη και σαν ιεροκηρυκα και ο φτωχος Κυριοςσμιθ, εφευγε μεσα απο το κυκλο κουλουριαζοταν πισω απο τον Σιντ και κλαψουριζε σιγανα.

Ολοι ειχαν μια ιστορια να πουν, που την παραλλαζαν ή τις εβαζαν καινουρια στοιχεια καθε βραδυ. Μονο ο Σιντ δεν ειχε. Μονο αυτος δεν θυμοταν τιποτα και πως ειχε βρεθει ν’ανοιγει τα ματια του εκεινο το μεσημερι και ν’αντικρυζει πρωτα το μουσουδι του Κυριουσμιθ που του ειχε φανει τεραστιο ετσι οπως τον μυριζε, μετα τα ψηλα αγριοχορτα, μετα τον ηλιο που τοτε του ειχε φανει κοκκινος και μετα μολις ανασηκωθηκε τις αθλιες παραγκες σκορπισμενες σε ολη την εκταση γυρω.

Αυτο μονο. Και οτι στην αρχη δεν ηθελε να πινει. Αλλα οταν ενα βραδυ γυρω απο τη φωτια βρεθηκε να κραταει το μπουκαλι στα χερια του και ηπιε μηχανικα κι ενιωσε να μουδιαζει γλυκα ολο του το σωμα δεν το σταματησε ποτε. Ολοι ειχαν ιστορια να πουν, ολων ηταν αλλοπροσαλλη, υπερβολικη – ο Σοριν ειχε δικο του τσιρκο λεει, ο Φωκας ηταν υπευθυνος Ψυχοδυναμικης Τροφοδοσιας Στολου και ο Αντρέι διευθυντης του Θεάτρου Ποικιλιών - μονο σε αυτου το μυαλο υπηρχε αυτο το λευκο κενο.

Το μονο που ηξερε ηταν οτι του αρεσε ο Εσθερο, και οτι πονουσε πολυ τα βραδυα που πηγαινε και κουλουριαζοταν πισω απο καποιον αλλο. Ισως γιατι ετσι οπως κοιμοντουσαν κολλητα, παραμιλουσε κατι τραγουδια που κατι του θυμιζαν, κατι που αυτος εβαζε το χερι του να το πιασει μεσα σε μια ψιλη αμμο κι αυτο ολο και χωνοταν βαθυτερα. Κι αυτο το σημερινο με την γυναικα με τα κοκκινα μαλλια το ειχε πραγματι πει ή το ειχε ονειρευτει ετσι οπως ειχε γειρει στον ωμο του τοσο βαρεια μεθυσμενος και μισοκοιμισμενος. Ενα προσωπο που ειχε σταθει για λιγη ωρα στη σκεψη του, δυο πελωρια κοκκινα χειλη που τον πλησιαζαν, ενα τοσο δυνατο φιλι που λες και τραβουσε ακομα και τωρα τη γλωσσα του μεσα σ’ενα υγρο ζεστο στομα.

Θα θυμοταν να τον ρωτησει αυριο; Ειχε πολλα να τον ρωτησει, ηταν στιγμες που ενιωθε οτι ειχε πολλα, στιγμες οπως τωρα, αλλα που την αλλη μερα δεν υπηρχαν οι ερωτησεις, δεν υπηρχαν τα λογια, δεν υπηρχαν καν οι σκηνες αυτης της κατασπαραγμενης μνημης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: